Φεύγοντας από την Αλεξάνδρεια, φτάνοντας στην Αθήνα
(1979)
Μετά την πολύμηνη ανάρρωση από το εγκεφαλικό στην Αλεξάνδρεια του Σπύρου το 1978, το ζεύγος Σπύρου και Αγγελικής Καλλιανιώτη πήρε την απόφαση για τον επαναπατρισμό.
Έτσι θα ζούσαν πλησιέστερα στα παιδιά τους, που ήδη δουλεύαμε στην Ελλάδα, ο αδελφός μου Αλέκος, 27 χρονών, ως Ηλεκτρολόγος μηχανικός στον Βόλο και εγώ ο Γιάννης 24, ως Χημικός μηχανικός στην Αθήνα.
Αίτηση για μετάθεση εις το “Εθνικόν Κέντρον” μετά υπηρεσία 31 ετών στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στην Αλεξάνδρεια.
Ο πατέρας δεν θέλησε τις εθιμικές αποχαιρετιστήριες δεξιώσεις. Διακριτικός, ευσυγκίνητος, αδύναμος.
Οι συνάδελφοι, λίγοι πιά,
πρόσφεραν έναν κομψό ασημένιο δίσκο με τις υπογραφές τους.
Η Αγγελική έβαλε μπροστά τις μηχανές. Ρευστοποίησε τα δύο ασφαλιστήρια συμβόλαια που είχαν συνάψει μετά το πρώτο έμφραγμα στα 40 του χρόνια. Αναζήτησε έπιπλα για το σπίτι του Φαλήρου. Τα υπάρχοντα της Αλεξάνδρειας, πολύ μεγάλα για τα 88 μ2 του διαμερίσματος. Έψαξε πολύ, οι λιτές γραμμές σπάνιες και το μπαρόκ δεν ήταν του γούστου της.
Σε μια σύντομη τότε επίσκεψή μου στον αναρρωνύοντα πατέρα, πήγαμε με την μαμά σε δύο μαγαζάκια στην οδό Εγκλίζ Κόπτ. Στενά και εξαιρετικά ψηλοτάβανα, το ένα πουλούσε παλιά και καινούργια χαλιά, το άλλο παλιά φωτιστικά και τα δυό με ντεκόρ την γοητευτική Αλεξανδρινή σκόνη, κόντρα στο φως από κάτι παραθυράκια. Τα παλιά χαλιά στρωμένα το ένα πάνω στο άλλο κατελάμβαναν ολόκληρο το εμβαδόν του μαγαζιού. Στεκόσουν στην μιάν άκρη και ο μαγαζάτορας ανασήκωνε χαλί-χαλί γιά να τα δεις. Ακριβοθώρητα κυριολεκτικά, συχνά μεγάλων διαστάσεων, με τιμές απροσπέλαστες. Προτιμήσαμε καινούργια και μικρότερα που ήταν πιο προσιτά.
Στο διπλανό μαγαζί , τα
φωτιστικά ήταν κρεμασμένα πολύ ψηλά από αλυσίδες και με τροχαλίες κατέβαιναν
ανάλογα με την επιλογή του πελάτη. Και εκεί οι διαστάσεις ήταν ακατάλληλες για
την Αθηναϊκή πραγματικότητα. Καταλήξαμε
σε ένα μεταλλικό αρ νουβώ με τρία φώτα-γυάλινα τριαντάφυλλα κι’ένα ζευγάρι
μικροκαμωμένους πολυέλαιους με μπρούντζινο σκελετό και πολλές κρεμαστές
κρυστάλλινες φολίδες.
Κοίταξε το ύφασμα, κοίταξε τα έπιπλα. Άρχισε να παίρνει μέτρα ανοιγοκλείνοντας σβέλτα την παλάμη του στις επιφάνειες και σημειώνοντας κάτι ορνιθοσκαλίσματα σ’ένα αυτοσχέδιο τεφτεράκι. Μετά κάθισε ανακούρκουδα ξυπόλητος και άρχισε να κόβει. Η Αγγελική έκανε νοερά τον σταυρό της… Εναλλακτική δεν υπήρχε.
Τα καλύματα ετοιμάστηκαν σε χρόνο –ρεκόρ, λουλούδια και σχέδια του εμπριμέ ταιριασμένα, τα λιζερέ στη θέση τους, όλα με ακρίβεια μιλιμέτρ…
1972Άλλη παρόμοια εμπειρία, έζησε με τους συσκευαστές των γυαλικών και άλλων μικροαντικειμένων, που έφτασαν με μόνο εφόδιο μια τεράστια στοίβα παλιών εφημερίδων. Μην στενοχωριέστε κυρία, (Ματεζααλίς για Μαντάμ), της είπαν βλέποντας το απελπισμένο της ύφος.
Αμ έπος, αμ έργον, το πρώτο ψηλοπόδαρο
γυάλινο ποτήρι τυλίχτηκε δεξιοτεχνικά με στρώσεις εφημερίδας σε διπλάσιο άμορφο
όγκο και εις επίδειξιν αποτελεσματικότητος …πετάχτηκε στην άλλη άκρη του
δωματίου, όπου προσγειώθηκε …αναίμακτα στο παρκέ. Σάϊφα γιά Μαντάμ; (Είδατε κυρία;)
Ζήτησα κι' εγώ μιά χάρη, τον ιταλίζοντα καθρέφτη που είχαμε δει μαζί σε μικροσκοπικό παλιατζίδικο της Rue Fouad.
Ο Σάαντ, ο οικιακός μας βοηθός θα συνόδευε
τους γονείς για κάποιο αδιευκρίνιστο διάστημα στην Ελλάδα. Για την μεγάλη
αναχώρηση ήλθε να τους ενισχύσει και ο θείος Τάκης από την Μανσούρα, καθώς
επαναπατριζόταν και ο βράχος της οικογένειας, η Γιαγιά, με τα ενενήντα τόσα της
χρόνια και ακόμη περισσότερα κιλά, μετά
από 70 χρόνια παραμονής στην φιλόξενη αυτή χώρα.
Η Σπαρτιάτισσα
Φωτεινή, τα διέσχισε με ευγένεια, στωϊκότητα, λιτότητα στην εμφάνιση και
φυσική αρχοντιά, με καμμιά δεκαριά λέξεις Αραβικών - δεν της χρειάστηκαν ποτέ
παραπάνω. Στην Μανσούρα έφθασε γύρω στο
1910. Εκεί παντρεύτηκε τον Νικόλα, χήρο και 35 χρόνια μεγαλύτερο της.
Έκαναν πέντε παιδιά, πέρασε από δόξες και καταστροφές, πάντρεψε δύο κόρες κι' ένα γιό, έχασε νεώτατα δύο από τα παληκάρια της. Τώρα στο πέρασμα ανάμεσα στις
δύο πολυκατοικίες του 1900, χαιρετούσε αριστερά και δεξιά τους Αιγύπτιους που
είχαν ξαγρυπνήσει για να τους ξεπροβοδίσουν.
(Αύγουστος 1975. Το πέρασμα ανάμεσα στις 2 πολυκατοικίες του 1900, προς το γκαράζ ενός κτιρίου του 1970. Πίσω η οδός Φουάντ. Μπροστά στα παράθυρα του ημιυπογείου τοιχία από τον πόλεμο του 1967. Η γιαγιά είναι περίπου 90 ετών, κρατά γιαπωνέζικη βεντάλια. Ο μπαμπάς 60, έχει επιζήσει από το έμφραγμα στην θάλασσα το 1973, αλλά τον περιμένει το εγκεφαλικό του 1978. Μάλλον πηγαίνομε για ψαροφαγία στο «Ζεφύριον» του «γιατρού» Τσαπάρη στο Αμπουκίρ.)
84, Rue Fouad
Τα Αλεξανδρινά ταξί ήταν βαμμένα μαύρο και πορτοκαλί
Παρουσιάστηκαν στα γκισέ της Ολυμπιακής
αξημέρωτα, το μεσήλικο ζεύγος, ο σύζυγος αποφασιστικός και ευγενής παρά την
κόπωση και το ελαφρό σύρσιμο του ποδιού, η σύζυγος χτενισμένη του κουτιού , με
το χαρακτηριστικό της εγκάρδιο χαμόγελο και μάτια γεμάτα έγνοιες, η Γιαγιά με αετίσιο βλέμμα στην
σαίζ ρουλάντ και ο Σάαντ σε εμφανή
αμηχανία, πρώτη φορά ταξίδευε αεροπορικώς και μάλιστα με Ευρωπαϊκά ρούχα,
κουστούμι και γκρι αντρασίτ καμπαρντίνα του μπαμπά, ασκεπής.
Η υπάλληλος της Ολυμπιακής, Αλεξανδρινή,
γνώριζε χρόνια τον πατέρα μου, αλλά εξανέστη (11 ασήκωτες βαλίτσες) : κ.
Καλλιανιώτη, δεν θα σας χρεώσω υπέρβαρος, αλλά είναι η τελευταία φορά !
Πράγματι, απάντησε –πιο πολύ στον εαυτό του- ο
πατέρας, είναι η τελευταία φορά.
Μερικές μέρες μετά την άφιξή τους στην Αθήνα,
μας ειδοποίησαν ότι έφτασε το φουργκόν με τα έπιπλα στον Πειραιά και κατεβήκαμε στο λιμάνι με τον πατέρα, προς «εκτελωνισμόν οικοσκευής». Δεν
γνωρίζω ποιους «εισοδηματίες εξ
Αιγύπτου» περίμενε ν’αντικρύσει ο τελωνειακός, αλλά βρέθηκε μπροστά στον πατέρα
μου, ευγενή, αποφασιστικό και άριστα ενημερωμένο δημόσιο υπάλληλο, που δεν
άφησε κανένα περιθώριο για τα «τυχερά»
του επαγγέλματος.
Πήραμε τις απαραίτητες υπογραφές και σφραγίδες
και σε 2-3 μέρες κατέφθασε το επιβλητικό φουργκόν μπροστά στην μικρή
μονοκατοικία (φωτο 1965).
Ένα-ένα τα έπιπλα απελευθερώνονταν από τις συσκευασίες τους που ήταν κυρίως στρώματάκια άχυρο με περίβλημα χαρτιού και αμέτρητες εφημερίδες σε στρώσεις ή μπάλλες. Στο τέλος της ημέρας, τα έπιπλα είχαν ανέβει στο διαμέρισμα του 1ου ορόφου, στέκονταν ατάκτως και αμήχανα, ρίχνοντας παράγωνες ματιές το ένα στο άλλο.
Βγήκαμε στο μπαλκόνι: στην αυλή και στο
πεζοδρόμιο είχε…χιονίσει άχυρο και εφημερίδες, μες το κατακαλόκαιρο.
Σε λίγους μήνες ο καλός μας Σάαντ επέστρεψε στην βάση του και στην σύζυγό του. Το γλωσσικό, ακόμη και το ενδυματολογικό δεν βοήθησαν καθόλου . Η Αθήνα τότε, πόλη μονοεθνική.
Από το καλοκαίρι του 1979 μέχρι τα Χριστούγεννα του 1980, που με την συμπλήρωση των 65 του χρόνων δικαιούνταν σύνταξης, ο πατέρας δούλεψε στην Κεντρική Υπηρεσία δηλ. στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Βασιλίσσης Σοφίας. Η υγεία του δεν ήταν σπουδαία και είχε δυσχέρεια στο περπάτημα. Αρκετές φορές τον πήγαινα εγώ το πρωϊ στο Υπουργείο, αλλά η επιστροφή ήταν πρόβλημα. Γρήγορα προσφέρθηκαν Φαληριώτες συνάδελφοί του ο παλιός του φίλος Ηρακλείδης μέχρι την δική του συνταξιοδότησή και μετά ο ευγενέστατος Αλεξανδρινός Κώστας Ασλάνης.
Η πρώτη μέρα στο Υπουργείο, άχρωμη, οι απαιτήσεις της Υπηρεσίας περιορισμένες,
ώσπου περίπου στις 11 π.μ.- τι λέτε κ. Καλλιανιώτη, ένα ουζάκι; - μα είναι πολύ
νωρίς… - ξέρετε, εδώ συνηθίζεται… Δεν επρόκειτο για απλό ουζάκι, συνόδευε πληθωρικός μεζές, ο οποίος
τέλος πάντων τελείωνε κατά τις 1μμ,
οπότε άρχιζε και η αντίστροφη μέτρηση μέχρι το τέλος του ωραρίου περίπου στις
2.30μμ. Τα κεράσματα ήταν αλλεπάλληλα και ο πατέρας ανταπέδιδε, αλλά με
σπιτικές πίτες της χρυσοχέρας Αγγελικής, με την ανάλογη δυσχέρεια στην μεταφορά.
Έτσι κύλησαν ακόμη μερικοί μήνες οπότε στις 25/12/1980 έκλεισε τα 65 και συνταξιοδοτήθηκε.
Η υγεία του ήδη πολύ επιβαρυμένη, άντεξε μέχρι τις 27/11/1982, οπότε και μας άφησε χρόνους.
Γιά όσους ενδιαφέρει το 1ο μέρος της ζωής των γονιών μου στην Μανσούρα, μπορεί να το δεί στους συνδέσμους:
thymamai@remembering (katipouthymithika.blogspot.com)
γιά τον πατέρα μου
και
thymamai@remembering (katipouthymithika.blogspot.com)
γιά την μητέρα μου