Άχαντ ελ έσμ
Άχαντ ελ έσμ
Το 1985, 30 χρονών, δούλευα γιά την Ναφτομάρ στα ανοιχτά του Σουέζ ( Suez roads), ως επιβλέπων επιθεωρητής σε μεταφορτώσεις πλοίων υγραερίου.
Το επόμενο πρωϊ με κάποιο δισταγμό κατευθύνθηκα στην παλιά μου γειτονιά.
Οι γονείς μου είχαν φύγει το 1979, ο πατέρας μας είχε αφήσει χρόνους το 1982 και στο διαμέρισμα που νοικιάζαμε στον αριθμό 84 της οδού Φουάντ ήξερα ότι είχε εγκατασταθεί μιά Ναυτιλιακή εταιρία.
Η Όμ Ναγκίμπ το 2009 με τον αδελφό μου Αλέκο και την κόρη της Νούρα
Μετά
ανέβηκα στο διαμέρισμα, που μου φάνηκε
αμέσως μικρότερο απ' ότι θυμόμουν, κυρίως γιατί οι τωρινοί ένοικοι είχαν
επανατοποθετήσει τις ξύλινες πόρτες με τα τετράγωνα ανάγλυφα τζάμια αμμοβολής που ήταν αποθηκευμένα στην υπόγεια αποθήκη και
οριοθετούσαν χωλ, σαλόνι και τραπεζαρία. Η Μαμά τα είχε αφαιρέσει,
δίνοντας αέρα και χώρο στο μάτι γιά να κινηθεί.
Ο καθρέφτης μας στην φερ-φορζέ κονσόλα με το μάρμαρο, με υποδέχτηκε και μου έγνεψε από την καινούργια του θέση.
Τα δωμάτια έσφυζαν από ζωή και κίνηση με αρκετούς υπαλλήλους, γραφομηχανές, τέλεξ κλπ.
Πάρα μέσα, στην "πρόχειρη" τραπεζαρία και στο δωμάτιο της
γιαγιάς, γραφεία παντού και η ίδια κινητικότητα.
Πήγα
στην αντίθετη κατεύθυνση, όπου μιά πόρτα άνοιγε στον
διάδρομο με τα δύο υπνοδωμάτια γονέων και παιδιών και το δεύτερο
μπάνιο. Ησυχία άκρα και ακινησία.
Άνοιξα
την πόρτα των γονιών. Γιά κλάσματα δευτερολέπτου η μαγική εικόνα : Ήταν
επιπλωμένο με τα έπιπλα που ήταν ήδη στην Ελλάδα. Κάτω από τα σκεπάσματα
κοιμόνταν οι γονείς μου! Κατέρρευσα και έκλεισα κλαίγοντας την πόρτα. Πήγα προς
την έξοδο. Από κοντά οι καλοί άνθρωποι: καθίστε, καθίστε, έναν καφέ, λίγο
νερό.
Λά,
λά, σούκραν, μάρρα τάνια (όχι, όχι,
ευχαριστώ, άλλη φορά).
Κουτρουβάλησα τους τρεις ορόφους.