Διηγήσεις της φιλολόγου Βιργινίας Βέργη-Νέρη στον μαθητή της Γιάννη Καλλιανιώτη
Αντιδικτατορική χειροτεχνία 1967 – 2017, πενήντα
χρόνια μετά (Αθήνα – Αμοργός – Αλεξάνδρεια – Γενεύη –
Ρώμη – Παρίσι – Λονδίνο)
Όταν επιστρέψει κανείς σε γεγονότα που έχουν συμβεί πενήντα χρόνια πριν ή και παραπάνω, τα προσεγγίζει από διαφορετική οπτική γωνία, που δεν οφείλεται μόνο στην χρονική απόσταση, αλλά και στην ένταξή τους σε μια ευρύτερη διήγηση, που περιλαμβάνει πολλές διαφορετικές παραμέτρους, ανάλογα με την διάθεση, τα αναγνώσματα, ή την φάση ενδοσκόπησης του παρατηρητή.
Οι πληροφορίες εν τω μεταξύ, στο πέρασμα του
χρόνου, άλλες φορές λιγοστεύουν, γιατί οι άνθρωποι απομακρύνονται γεωγραφικά ή
νομοτελειακά και μαζί τους και οι αναμνήσεις τους, και άλλες φορές αυγαταίνουν, γιατί
κάποιο αρχείο ανοίγει, ή κάποιος εμπλεκόμενος αποφασίζει να καταγράψει τα όσα
έζησε, ή ακόμη και τα όσα άκουσε.
Μέσα στην ιστορία που θα ακολουθήσει, κάποιος
πάλι, διάλεξε να δει την διαχρονική επιρροή των τρόπων δράσεως του Ελληνισμού,
με αφορμή ένα επεισόδιο, παρωνυχίδα ίσως, στις πάμπολλες τρικυμισμένες εποχές
που έχουν περάσει από αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους που μιλούν την γλώσσα
την Ελληνική.
Από αυτή την ιστορία δεν λείπει τίποτε. Υπάρχει ο επίβουλος ημιμαθής, ο ευγενών προθέσεων ευπατρίδης, ο αγώνας του παλληκαριού, η απόκρημνος νήσος, η λαϊκή σοφία, η πνευματική ηγερία, ο πολίτης του κόσμου, η ευμενής Εσπερία και προεξάρχουσα, πανταχού παρούσα, η φιλοξενία. Την διατρέχει ο πόθος της ελευθερίας, καημός αιώνων αυτής της γλώσσας, αυτής της γειτονιάς του κόσμου.
Λοιπόν ήταν μια μέρα του 1968, που τα νέα
ανέβηκαν μέχρι το δίπατο σπίτι στην Χώρα: με το καράβι έφθασαν στην Αμοργό δυό
εξόριστοι, ένας ταξίαρχος και ένας πολιτικός, πρώην υπουργός. Ο αφέντης του
σπιτιού τους μήνυσε ν’ανέβουν να τους προσφέρει έναν καφέ. Σε λίγο ανέβηκαν την
ίσια σκάλα.
Ο Νικόλαος Νέρης που τους είχε καλέσει, είχε ήδη σημαντική διαδρομή στα δημόσια πράγματα, ανήκοντας στην όχι ευάριθμη ομάδα των λειτουργών που με μόρφωση και αφοσίωση είχαν σταχώσει τον κρατικό μηχανισμό. Ήταν η εποχή της Α! Ελληνικής Δημοκρατίας, όπου ο Βενιζέλος είχε μετακαλέσει Ευρωπαίους εμπειρογνώμονες για την επανοργάνωση τομέων της κρατικής μηχανής. Για την Αστυνομία είχε επιλεγεί Άγγλος, ο οποίος είχε ζητήσει να πλαισιωθεί απόκλειστικά από αποφοίτους Πανεπιστημίου. Ο Νέρης, απόφοιτος της Νομικής και γαλλομαθής, στάθηκε προσωπική του επιλογή. Μα στην Αστυνομία ; μα πως θα συνεργαστούμε ; μιλώ μόνον Γαλλικά.
- Θα σας βάλω μεταφραστή!
Πολύ αργότερα μετά την λαίλαπα του εμφυλίου, εκλήθη από τον Βασιλέα Παύλο. Απορών, «ανήλθε εις τα Ανάκτορα», όπως έλεγαν τότε και ο Βασιλιάς του μίλησε για μια σημαντική δωρεά που είχαν θέσει στην διάθεσή του εύποροι Έλληνες της Αιγύπτου. Σκόπευε να την διαθέσει για την σύσταση Ιδρύματος για την ενθάρρυνση φιλοσοφικών αναζητήσεων με στόχο την πνευματική αναγέννηση της χώρας.
Ξέρετε Μεγαλειότατε, παρατήρησε ο Νέρης, οι περισσότερες υποδομές έχουν καταστραφεί και υπάρχει σημαντικός αριθμός νέων χωρίς απασχόληση, που έχουν μετακινηθεί ανά την επικράτεια. Ίσως η ίδρυση τεχνικών σχολών για την επαγγελματική τους κατάρτιση, να μπορούσε να προσφέρει πολλαπλάσια σε αυτή την συγκυρία.
Άυτή ήταν η αρχή του Ιδρύματος «Βασιλεύς Παύλος» που ο Νικόλαος Νέρης διηύθυνε επί σειρά ετών.
Αργότερα ο Νέρης περιθωριοποιήθηκε από το
λεγόμενο αυλικό περιβάλλον και γνώρισε ιδίοις αναλώμασι την «αχαριστία των
Βασιλέων». Αυτό τον οδήγησε στην Επιθεώρηση Τουριστικών Εγκαταστάσεων της
Τουριστικής Αστυνομίας, όπου γνώρισε και την μετέπειτα σύζυγό του φιλόλογο Βιργινία
Βέργη.
Εκείνο το πρωϊ λοιπόν του 1968, ο υφυπουργός Παιδείας της Κυβέρνησης του «Γέρου» Παπανδρέου Γεώργιος Μυλωνάς και ο Ταξίαρχος της Χωροφυλακής Ρουγγιέρης, συναντούν τον Νικόλαο Νέρη και την σύζυγό του Βιργινία Βέργη. Ο Νέρης εκφράζει την λύπη του για την ταλαιπωρία τους, που είναι και αυτή της χώρας και τους προτείνει να τους παραχωρήσει το σπίτι για όσο καιρό παραμείνουν εξόριστοι.
Όντας δίπατο, θα μπορεί σας φιλοξενεί σε διακριτούς ορόφους καθώς και τις οικογένειές σας, όταν θάρχονται να σας δουν. Βέβαια δεν έχει τις αστικές ανέσεις, αλλά έχει ρεύμα, νερό, προς το παρόν από την στέρνα και το κυριότερο, θα έχετε την ησυχία σας.
Οι εξόριστοι ευχαριστούν και αντιπροτείνουν την ενοικίαση του σπιτιού. Τότε, δεν ισχύει η προσφορά, τους απαντά ο Νέρης.
Παρ’όλ’αυτά δεν θα καταφέρουν να συγκατοικήσουν, καθώς η αστυνομία τους προτιμά απομονωμένους. Τελικά στο σπίτι θα κατοικήσει ο Μυλωνάς.
Στην συνάντηση θα παρατηρήσει δίπλα στην φωτογραφία του φουστανελλοφόρου παππού του Νέρη - υπεύθυνου για τις στολές του Όθωνα - ένα ρητό πλεγμένο στο βελονάκι : «ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ» έγραφε. Χαμογέλασε πικρά ο Μυλωνάς.
Ξέρετε, είπε η οικοδέσποινα, οι νοικοκυρές πλέκουν λαϊκές σοφίες και στολίζουν τα σπίτια τους. Μήπως γνωρίζετε ρωτά ο Μυλωνάς, αν θα μπορούσα να αγοράσω κάτι παρόμοιο;
Όχι δεν πουλούν, αλλά θα σας
πλέξω εγώ. Έχω καλές σχέσεις με το βελονάκι, δεν έχω πλέξει γράμματα ακόμη,
αλλά θα δοκιμάσω.
Η Βιργινία Βέργη-Νέρη, Κρητικιά γεννημένη στο Φόδελε, θρυλούμενη πατρίδα του Θεοτοκόπουλου, από μικρό κορίτσι ήταν αγαπητή των γραμμάτων. Ο πόλεμος την ανάγκασε να αφήσει το σχολείο για να βοηθήσει στην επιβίωση των διδύμων βρεφών-αδελφών της, αλλά μόλις οι συνθήκες το επέτρεψαν, επέστρεψε με δύναμη στις σπουδές και αποφοίτησε φιλόλογος από το Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης.
Ήταν μαθήτρια του Στυλιανού Αλεξίου και ερευνήτρια του Καζαντζάκη, δίδαξε στην
Ελλάδα και την ομογένεια και ταξίδεψε στην Καβαφική Ελληνιστική επικράτεια,
εμπλουτίζοντας την διδασκαλία της και τις διαλέξεις της στις Ελληνικές
παροικίες.
Στο επόμενό της ταξίδι στην Αμοργό είχε ήδη πλέξει το «ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ».
Σε λίγο ακολούθησε, για τον Ταξίαρχο, αυτή τη
φορά, ένα «ΚΑΛΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ». Να σας ζητήσω μια χάρη είπε αυτός συγκινημένος. Να
μου προσθέσετε ακόμη κάτι : «ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΑ». Είχε φαίνεται ψυχανεμιστεί, ότι το
τέλος της δικτατορίας δεν θα τον έβρισκε εν ζωή. Πέθανε στην Κέρκυρα, το καλοκαίρι του 1973, σε ηλικία 57 ετών.
Συζητήσεις πολλές είχε ο Μυλωνάς με την
φιλόλογο και μεταξύ τους εγκαταστάθηκε εμπιστοσύνη. Έτσι μια μέρα της
εκμυστηρεύτηκε ότι φίλοι οργανώνουν την απόδρασή του από το νησί, εκεί στα τέλη
του Σεπτέμβρη του 1969.
Η φιλόλογος υπηρετούσε εκείνο τον καιρό στο ιστορικό Αβερώφειο Γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας. Με τον Νέρη φιλοξενούνταν στο αρχοντικό του Λουκά Μπενάκη, που είχε χρόνια εγκαταλείψει την Αίγυπτο, αλλά συντηρούσε το αρχοντικό, κυρίως χάριν των υπηρετών, τους μισθούς των οποίων κατέβαλλε ανελλιπώς.
Τα βράδυα λοιπόν, όπως συνέβαινε σε πλήθος Ελλήνων απανταχού, ήταν η ώρα της «Ντώϋτσε Βέλλε» και της Ελληνικής της εκπομπής με τα νέα της δέσμιας από την χούντα Ελλάδας. Ο Σεπτέμβρης προχωρούσε και ο Μυλωνάς δεν ακούγονταν. Η αναμονή κράτησε μέχρι τα τέλη Οκτώβρη, οπότε ήρθησαν τα εμπόδια που είχαν παρουσιαστεί και ο Μυλωνάς μέσω Τουρκίας, είχε φθάσει στην Γενέυη όπου τον περίμενε ο φίλος του Κώστας Μητσοτάκης.
Δεν είναι καθόλου περιττό να πούμε, ότι η ιδέα της
απόδρασης και η εμψύχωση του εκτελεστικού της πυρήνα, ήταν της Μαρίκας Μητσοτάκη.
Ο Γεώργιος Μυλωνάς φωτογραφημένος από την κόρη του στην
Αμοργό
Σε λίγο ο Μυλωνάς ειδοποίησε ότι θα ήθελε να αλληλογραφήσει με την φιλόλογο στην Αλεξάνδρεια, αλλά συνθηματικά. Πράγματι στην Ποστ Ρεστάντ της Αλεξανδρείας άρχισαν να καταφθάνουν γράμματα του Μυλωνά με συνθηματικό κώδικα την… χειροτεχνία.
Ήταν δήθεν μια παλιά συμμαθήτρια, η οποία είχε αποφασίσει όχι μόνο να ασχοληθεί με την χειροτεχνία, αλλά και να συστήσει ομάδα χειροτεχνισσών, με σκοπό την ανταλλαγή σχεδίων και την παραγωγή σημαντικού όγκου έργου.
Με αυτόν τον τρόπο και εν… παραβολαίς ενημέρωνε την Κρητικιά
φιλόλογο για τις προσπάθειες σύντηξης αντιστασιακών ομάδων στην Ευρώπη κατά της
χούντας. Από τις … κεντήστρες που τον ταλαιπωρούσαν σε σχέδια και
προγραμματισμούς ξεχώριζε μια … Πατρινιά (διάβαζε Ανδρέας Παπανδρέου), με
χαρακτηριστική ανακολουθία, που έμελλε να ταλαιπωρήσει πολλούς και επί μακρόν.
Πολύ αργότερα οι Νέρηδες έμαθαν λεπτομέρειες της απόδρασης, που φιλοξενήθηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες της Αγγλίας και της Αμερικής. Άλλωστε ένας από τους αυτουργούς ήταν Έλληνας σπουδασμένος στην Αμερική, ο Ηλίας Κουλουκουντής, σύζυγος της κόρης του Μυλωνά, Ελένης, σημαντικής εικαστικού σήμερα.
Χαρακτηριστική φιγούρα θαλασσοπόρου, γόνος οικογένειας εφοπλιστών, αποκλειστικά
αγγλόφωνος εκείνη την εποχή, με αντιδικτατορική συνείδηση, αποπνέει κάτι το
Ομηρικό.
Ξεκινά με μιάν ομάδα που είχε συγκροτηθεί στην Ιταλία, για την διαφυγή του Χρήστου Σαρτζετάκη, ο οποίος αμέτοχος στο σχέδιο, δεν σκόπευε να μετακινηθεί εκτός Ελλάδος.
Έτσι η ομάδα ξεκίνησε με ιστιοπλοϊκό εννιάμισυ μέτρων, για την Αμοργό και τον Μυλωνά. Ακρόπρωρο στο σκάφος μια εντυπωσιακή κατάξανθη κοπέλλα, που ξεχώριζε ανάμεσα στο αντρικό κατά τα άλλα πλήρωμα και τροφοδοτούσε εικασίες και συζητήσεις στους ελλιμενισμούς.
Σε μία επισκεψη της κόρης του εξορίστου είχε συμφωνηθεί ως τόπος συνάντησης, το ταβερνάκι όπου έτρωγε κάθε μεσημέρι τόσο ο Μυλωνάς, όσο και οι χωροφύλακες.
Σημάδι αναγνώρισης ένα αντίτυπο του βιβλίου στην Αγγλική γλώσσα, «Η τραγωδία του Λύντον Τζόνσον», βιβλίο που δίκαια κρίθηκε πολιτικά άχρωμο αλλά αρκετά ιδιαίτερο, ώστε να αποκλειστεί λαθεμένη ταυτοπροσωπία.
Ο Γιώργος Μυλωνάς με την κόρη του Ελένη
Υπήρξαν πολλές καθυστερήσεις για τεχνικούς και άλλους λόγους και το φθινόπωρο προχωρούσε, οι θάλασσες ήταν λιγότερο προβλέψιμες και κυρίως η μέρα μίκραινε.
Τελικά προς τα μέσα του Οκτώβρη η ομάδα ξεκίνησε. Τον Ηλία Κουλουκουντή που είχε ήδη επισκεφθεί τον Μυλωνά στην Αμοργό τον άφησαν στην ερημική Αντίκερο.
Η ομάδα των Ιταλών…τουριστών έκανε αξιοσημείωτη είσοδο στο νησί και ρώτησε για τα αξιοθέατα. Το μεσημέρι κάθισε στο συμφωνημένο ταβερνάκι και φρόντισε ώστε «Η τραγωδία του Λύντον Τζόνσον» να βρίσκεται σε εμφανές σημείο.
Κάποιες ματιές, κάποιος μορφασμός, η αναγνώριση έγινε και καθένας
αποχώρησε βουβά, περιμένοντας το σούρουπο.
Το ανήσυχο πνεύμα και η οικονομική ευχέρεια του Κουλουκουντή, είχαν προσφέρει την τελευταία τεχνολογία της εποχής. Ουώκι-τώκι γιά την επικοινωνία εξόριστου-σκάφους και χρονοδιακόπτη για το ηλεκτρικό του σπιτιού για να δώσει εντυπώσεις κίνησης και ζωής στους άδειους χώρους.
Όλα πήγαν κατ’ευχήν και ο Μυλωνάς σε λίγο χαιρέτισε τους Ιταλούς σωτήρες του μ’ένα κοσμοπολίτικο «Μπονζούρ λεζ αμί».
Σάλπαραν για την Αντίκερο όπου περίμενε παντέρημος ο Κουλουκουντής και από εκεί προς την Τουρκία.
Εκεί, σε παραλιακό ξενοδοχείο είχε καταλύσει εδώ και μέρες πολλές, ο Σουηδός διπλωμάτης ο οποίος θα παρελάμβανε τον Μυλωνά και θα τον συνόδευε μέχρι την Κωνσταντινούπολη.
Εκεί κατέλυσαν «δόξη και τιμή» στο Χίλτον.
Την άλλη μέρα «πέταξε» για Γενεύη. Έλα που το αεροσκάφος παρουσίασε
αβαρία! Ευτυχώς είχαν περάσει τον Ελληνικό εναέριο χώρο κι’έτσι κατά τα διεθνή
νόμιμα κατευθύνθηκαν και προσγειώθηκαν στην Ρώμη. Από ΄κει οι δρόμοι ήταν
ανοιχτοί.
Η μια από τις δυό εξόδους του σπιτιού στην Χώρα Αμοργού
Η απόδραση λίγο έλειψε να ματαιωθεί, εξ αιτίας
της προσοχής που τράβηξε ο εξόριστος από την δημοσίευση εκτενούς αφιερώματος
από το New York Times Magazine στις 21 Σεπτέμβρη με την υπογραφή του Nicholas Cage με «παράνομες» φωτογραφίες που είχε παραχωρήσει η κόρη του στον
δημοσιογράφο, υπολογίζοντας ότι η απόδραση θα είχε προηγηθεί. Παρ’όλο τον κακό
συντονισμό, φαίνεται ότι η Ασφάλεια είχε άλλες προτεραιότητες και δεν
ασχολήθηκε με την περίπτωση.
Η αλληλογραφία με την Κρητικιά οικοδέσποινα της Αμοργού, συνεχίστηκε μέχρι
το τέλος της δικτατορίας, πάντα με τον ίδιο κωδικό της χειροτεχνίας, μιάς και
τα γράμματά της ανοίγονταν ως και στην Αλεξάνδρεια. Αραβομαθής συνάδελφός της
στο Αβερώφειο είχε επιφορτιστεί από την τοπική Ασφάλεια να διαβάζει τις
επιστολές που έρχονταν γραμμένες στα Ελληνικά. Μια δακτυλογραφημένη λωρίδα στα Αραβικά, κολλημένη στον φάκελλο, πληροφορούσε (;) σχετικώς
τον παραλήπτη.
Ακολουθεί επιστολή του 1970 του Γ. Μυλωνά με αλληγορική αναφορά στην
απόδρασή του από την Αμοργό ως «περιπέτειες της προκομένης».
Γράμμα του Γ. Μυλωνά, όπου αναφέρεται αλληγορικά στην προσπάθεια κοινής αντιστασιακής δράσης εξορίστων διαφορετικών πολιτικών τάσεων «εργόχειρο με κόκκινες κλωστές και μπλέ και όλων των χρωμάτων προσπαθώντας να βγάλω ένα αρμονικό σύνολο. Βρήκα μερικές καλές κεντήστρες που με βοηθούν, αλλά υπάρχουν και μερικές, ιδίως εκείνη η πατρινή ( Ανδρέας Παπανδρέου) που όλο λόγια είναι και δεν βάζουν ούτε βελονιά. Άσε που είνει επικίνδυνες με τις φλυαρίες τους. Τι να γίνει, έτσι είμαστε εμείς τα κορίτσια!»
Στην Αλεξάνδρεια πάλι, η ζωή της Ελληνικής Παροικίας συνεχίζεται με επίκεντρο τα Σχολεία, το Πατριαρχείο, το Προξενείο, που επιτηρούνται,από το Εθνικόν Κέντρον. Το 1968, με την ευκαιρία της Πατριαρχικής εκλογής, η χούντα αγωνίζεται να επιβάλλει δικό της υποψήφιο τον Μυτιλήνης Ιάκωβο με πολιορκητικό κριό τον Αλεξανδρινό «Ταχυδρόμο» και όσα μέσα διαθέτει. Η Κληρικολαϊκή συνέλευση θα εκλέξει όμως υποψήφιο του «κλίματος»του Πατριαρχείου (δηλ. εκ των έσω) τον μάλλον άχρωμο Νικόλαο ΣΤ!.
Εμείς σχολείο, Αβερώφειο Γυμνάσιο, διδαχή
«Αντιγόνης»: Γεννήθηκα για ν’αγαπώ και όχι για να μισώ! Α, αξιοσημείωτο και τελικά αξέχαστο !
Φιλόλογός μας η κα Βέργη. Στις διακοπές των
Χριστουγέννων δεν ταξιδεύει «εις Αθήνας». Μία πηγαίνει στην Παλμύρα της Συρίας
και επιστρέφει με βαθύτερες φωτοσκιάσεις της Ελληνιστικής επικράτειας στον
Καβάφη. Την άλλη πήγε στην Περσία όπου στο όνομα του Ισκάνταρ – Μεγαλέξανδρου,
ο κόσμος δονείται και χαιρετά.
Πλούσια μαθήματα, προσεγγίσεις πρωτόγνωρες για
μας, παρ’όλες τις δυό και τρεις γενιές στην Αίγυπτο των στοχαστικών και άλλων προσαρμογών.
Στις επετείους «ΟΧΙ» και Παλλιγεννεσίας, πηγαίνομε στην εκκλησία με τις σημαίες μας, ερμηνεύομε θεατρικά έργα «για την λευτεριά»…
Στην τρίτη Γυμνασίου, έχω διαβάσει όλη την
«επαναστατική» προπαγάνδα της 21ης Απριλίου και σε σχετική έκθεση
βαθμολογούμαι 20/20! Διαβάζω και την έκθεση στην τάξη. Μεγαλώνοντας όμως, κάτι
φαίνεται δεν μου κάθεται καλά και κατά την πέμπτη τάξη αρχίζω να διαφοροποιούμαι…
Ένα από τα θέματα Εκθέσεως που θα μας βάλει η
φιλόλογός μας Βιργινία Βέργη θα είναι « Συνέντευξη από ένα πρόσωπο της
επικαιρότητος». Εγώ θα επιλέξω εν έτει 1972 την Α.Ε. τον Αντιβασιλέα και
Πρωθυπουργό κ. Γ. Παπαδόπουλο. Η συνέντευξη είναι σοβαρή, οι απαντήσεις οι αναμενόμενες,
αλλά παρακαλούμαι για μια μικρή διακοπή. Έχει έρθει ο ιερορράπτης ώστε ο ήρως
μας να προβάρει τα άμφια του Αρχιεπισκόπου…καθώς σύντομα θα καταλάβει και αυτή
τη θέση…Λαμπρή έκθεση(…), την παρέδωσα.
Αιωνίως αφελής περίμενα ότι η καθηγήτριά μου θα γελούσε με το αστείο μου και ίσως και να με έβαζε να διαβάσω τις εξυπνάδες μου, ώστε να γελάσει η τάξη. Η έκθεσή μου δημοσίως, αγνοήθηκε πλήρως.
Βγαίνοντας για το διάλειμμα, η καθηγήτριά μου με φώναξε διακριτικά για να μου
πει ότι θα κρατήσει την έκθεσή μου στο σπίτι της και ότι θα πρέπει να σκεφθώ
την θέση του πατέρα μου, ο οποίος θα μπορούσε να…εκτεθεί από παρόμοιο κείμενο.
Που να φανταστώ τι έφτιαχνε με το βελονάκι.
Εκεί στην Αλεξάνδρεια, ξανασκέφτηκε τα πλεχτά για τους εξόριστους της Αμοργού και ξανάπιασε το βελονάκι.
Θυμήθηκε τα συνθήματα που φώναξαν ακολουθώντας την κηδεία του «Γέρου» στην Αθήνα του 1968 περνώντας μπροστά από την κλειστή Βουλή.
Η κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, πολιτικού
που στάθηκε στο επίκεντρο αντιπαραθέσεων το 1944 και 1965, ήταν η πρώτη μεγάλη
αντιδικτατορική συγκέντρωση στην Αθήνα, δρώντας πολυεπίπεδα και ενοποιητικά.
Η Kα Κυβέλη, η μεγάλη πρωταγωνίστρια
του θεάτρου από τις αρχές του αιώνα, χήρα του Γεωργίου Παπανδρέου υποβασταζόμενη
από την κόρη της Μιράντα Μυράτ
Η γενιά του μεσοπολέμου και του ’40 αναρωτιέται
Και το βελονάκι θα συνεχίσει να πλέκει μέχρι την:
Τα ίδια
συνθήματα θα συναντήσουν και τον μαθητή της που εζήλωσε Μητρόπολη του
Ελληνισμού και έδωσε εξετάσεις στην Σχολή Χημικών Μηχανικών του Ε.Μ.Π. και
πέρασε.
Αφού αποχαιρέτησε την Αλεξάνδρεια
Οι απόφοιτοι του Αβερωφείου Γυμνασίου και της Σαλβαγείου Εμπορικής Σχολής, 1972.
Χαρούμενο
και αφελή στα 17 του, τον βλέπομε με τους συμφοιτητές του να κουβαλούν ο καθείς
το χαρτόκουτό του με τα απαραίτητα του εργαστηρίου.
Στο εργαστήριο
ή για καφέ στον Παπασπύρου στο Σύνταγμα
Χρόνος θα χρειαστεί επίσης για την προσαρμογή στην Αθήνα, παρ’όλητην οικογενειακή θαλπωρή στο σπίτι του θείου και της θείας.
Πρώτη θεατρική παράσταση με την θεατρόφιλη θεία, η «Μαριάννα Πινέντα» του Λόρκα με πρωταγωνίστρια την Άννα Συνοδινού.
Στους θεατές έδιναν ένα μικρό δίφυλλο με τους στίχους του εμβληματικού τραγουδιού της παράστασης και όλοι μαζί τραγουδήσαμε «Μέρα γεμάτη θλίψη στην Γρανάδα, κλαίνε κι΄οι πέτρες της ακόμα, που βλέπουν να πεθαίνει στην κρεμάλα γιατί δεν πρόδωσε η όμορφη Μαριάννα».
Ακόμα ακούω την μουσική και το βροντώδες
χειροκρότημα στο προφανώς αντιδικτατορικό πνέυμα της παράστασης.
Η πανεπιστημιακή χρονιά 1972-3, ήταν τουλάχιστον επιφανειακά ήσυχη στο Πολυτεχνείο, ενώ στην Νομική Σχολή οι πρώτες αντιδικτατορικές διαμαρτυρίες ήταν γεγονός.
Στην πρώτη επίσκεψή μου στην Αλεξάνδρεια ο Γενικός Πρόξενος με προειδοποίησε παρουσία του πατέρα μου, ότι αν ακούσει κάτι για μένα θα ζητήσει διακοπή των σπουδών μου στην Αθήνα.
Οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν και το φθινόπωρο του 1973, όπου έγιναν και οι εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους της χώρας.
Οι περισσότερες κάλπες μαγειρεύτηκαν στην Ασφάλεια, αλλά για το Πολυτεχνείο υπήρξαν οι εξαιρέσεις των Πολιτικών Μηχανικών όπως και των Χημικών Μηχανικών, που περιφρούρησαν τις διαδικασίες και έβγαλαν τα μόνα δημοκρατικά νομιμοποιημένα διοικητικά συμβούλια, μετά από μνημειώδεις Γενικές Συνελεύσεις στο Μεγάλο Αμφιθέατρο της Σχολής Χημικών Μηχανικών το περίφημο ΜΑΧ.
Η δικτατορία αντέδρασε με την διακοπή της αναβολής στράτευσης των μελών τους καθώς και άλλων «σεσημασμένων» από αυτήν φοιτητών.
Στο τότε ακόμα ανδροκρατούμενο Πολυτεχνείο, αυτό κρίθηκε αρκετό, αλλά δεν υπολόγισαν στην αγωνιστικότητα τόσων ηγεριών του φοιτητικού κινήματος που το μέτρο δεν μπορούσε να αγγίξει. Με αυτά και με άλλα το κίνημα αμφισβήτησης θέριεψε και πλησίασε την εξέγερση.
Καθημερινές διαδηλώσεις, κατάληψη του
Πολυτεχνείου και…
Πολύς κόσμος παντού, οι περισσότεροι
ανοργάνωτοι. Μια αίσθηση γιορτής συνδυασμένη με αγωνία για την έκβαση. Για
λίγες μέρες οι κρατικές δυνάμεις αποσύρονται από το προσκήνιο, ο κόσμος
απλώνεται εκφράζεται. Ποιες όμως είναι οι δυνατότητες; Υπάρχουν;
Τα πρωίνά είναι κάπως ήσυχα, τα πράγματα
ανεβαίνουν κάπως το μεσημέρι και τα απογεύματα ο κόσμος διαδηλώνει ορμητικά. Η
Σοφία Βέμπο βγαίνει στο μπαλκόνι της στην οδό Στουρνάρα και χαμογελαστή
χαιρετά. Κάτω στο δρόμο πέφτουν δακρυγόνα. Το πλήθος τυφλωμένο σμπαραλιάζει τα
τζάμια της εισόδου και χύνεται μέσα. Πόρτες ανοίγουν και μας μπάζουν στα
διαμερίσματα.
Στο σπίτι ο μπάρμπα-Τζίμης και η θεία Κούλα
ανησυχούν. Έχουν την ευθύνη του «παιδιού» και τα πράγματα εκτραχύνονται. Θα το
διαπιστώσει και η θεία μια μέρα που ανεβαίνει στο κέντρο στα μαγαζιά. Εκεί μέσα
σε μια κλούβα νομίζει ότι βλέπει τον ανηψιό με ένα μικρό ρυάκι αίμα στο μέτωπο.
Απαιτεί και μπαίνει στην κλούβα. Δεν είναι αυτός και ευτυχώς το παιδί δεν έχει
κάτι σοβαρό. Κάτι επικριτικό θα πει στον αστυνόμο και θα ξαναβγεί! Ο θείος
ανεβάζει πίεση και η μπανιέρα θα κοκκινίσει από τις ρινορραγίες.
Μαζεύομαι. Την νύχτα της 16ης προς 17η κοιμάμαι σπίτι (όπως και τις υπόλοιπες άλλωστε).
Το απόγευμα της 23ης Ιουλίουμε την φίλη Λένα, θ’ανέβομε με ωτοστόπ στην Αθήνα για να δώσομε αίμα στον «Ευαγγελισμό».
Στα λουλουδάδικα της Βουλής μας σταματά ένα τρανζίστορ.
Ακούγεται ότι εκλήθησαν οι πολιτικοί αρχηγοί σε σύσκεψη.
Θα φτάσει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος οδηγώντας ο ίδιος μια γκρίζα Μερσεντές. Ο κόσμος πληθαίνει, έρχεται ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Γεώργιος Μαύρος.
Χρόνια αργότερα θα μάθομε ότι ανάμεσα στο πλήθος ήταν και η Αμαλία Καραμανλή με μαντήλι και μεγάλα μαύρα γυαλιά.
Σουρουπώνει, κάποιοι ανάβουνε κεριά. Πέφτουν τα πρώτα συνθήματα. Οι αστυνομικοί χαμογελαστοί κρατούν τους δρόμους ανοιχτούς.
Ένας χωρατατζής λέει: φαντάσου τώρα να δούμε την Δέσποινα (Παπαδοπούλου σύζυγο του δικτάτορα) ν’ανεβαίνει την λεωφόρο με τον Δομάζο…
Ώρα να γυρίσομε στο σπίτι. Μέσα στη νύχτα θ’ακούσομε το
μοναδικό αεροπλάνο που πέταξε την ώρα εκείνη και έφερε τον Κωνσταντίνο
Καραμανλή από το Παρίσι.
Θα δούμε καλύτερες μέρες, ελπιδοφόρες, με
μεγάλες συγκεντρώσεις για το Κυπριακό, την αποχουντοποίηση, ιστορικές
συνελεύσεις στο ΜΑΧ.
ΕΚΛΟΓΕΣ
!
Οι πρώτες μεγαλειώδεις επετειακές πορείες του
«Πολυτεχνείου». Ένα άρωμα άνοιξης επιμένει και έρχεται από αυτές τις αναμνήσεις
του 1974 και 1975, σαν μια δικαίωση επιτέλους της «Χαμένης Άνοιξης» του Στρατή
Τσίρκα.
Επίλογος
Οι διηγήσεις αυτές και οι ανταλλαγές αναμνήσεων μεταξύ της φιλολόγου και του μαθητή της έγιναν το 2017, 50 χρόνια μετά την κήρυξη της δικτατορίας.
Και όπως έγραψε ο Χατζιδάκις για άλλη απώλεια :
Φωτογραφίες και κείμενο © Γιάννη Καλλιανιώτη